Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φέρνω μπροστά στη

  • 1 нос

    нос
    м
    1. ἡ μύτη, ἡ ρις / τό ράμφος (у птиц):
    большой \нос ἡ μεγάλη μύτη, ὁ μύτος, ἡ μυτάρα· курносый \нос ἡ σιμή μύτη· орлиный \нос ἡ γρυπή μύτη· человек с орлиным \носом γερακομύτης· вздернутый \нос ἡ ἀνασηκωμένη μύτη· \нос с горбинкой ἡ κυρτή μύτη·
    2. мор. ἡ πλώρη, ἡ πρώρα·
    3. геогр. τό ἀκρωτήριο[ν]· ◊ говорить в \нос μιλώ μέ τή μύτη· взять что-л.,из-под \носа παίρνω κάτι μπροστά ἀπ' τά μάτια κάποιου· совать повсюду свой \нос χώνω παντοῦ τή μύτη μου· водить кого-л. за \нос разг σέρνω κάποιον ἀπό τή μύτη, τραβῶ ἀπό τή μύτη· не видеть дальше своего́ \носа разг δέν βλέπω πιό μακρυά ἀπό τή μύτη μου· остаться с \носом разг μένω στά κρύα τοδ λουτρού· показать кому́-л. \нос κοροϊδεύω, κάνω κοροϊδευτική χειρονομία· повесить \нос κα-τσουφιάζω, κρεμάω τά μούτρα μου· задирать \нос σηκώνω τήν μύτη ψηλά, ξιπάζομαι, τό παίρνω ἐπάνω μου· столкнуться \носом к \носу συναντώ κάποιον, τρακάρω μέ κάποιον зарубите себе на \носу́ разг βάλτε τό καλά στό μυαλό σας· уткнуться \носом в книгу βυθίζομαι στό διάβασμα τοῦ βιβλίου· клевать \носом κουτουλάω ἀπό τή νύστα· ткнуть \носом кого-л. во что́-л. δείχνω, βάζω μπροστά στά μάτια κάποιου, φέρνω μπροστά στή μύτη κάποιου· закрыть дверь перед чьйм-л, \носом разг κλείνω τήν πόρτα κατάμουτρα (κάποιου)· быть на \носу (о каком-л. событии) πλησιάζω, κοντεύω, ἐρχομαι· держать \нос по ветру καιροσκοπῶ, ἀλλάζω πεποιθήσεις ἀνάλογα μέ τήν περίσταση, πάω ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος.

    Русско-новогреческий словарь > нос

  • 2 μύτη

    η
    1) нос;

    ανασηκωμένη μύτη — курносый, вздёрнутый нос;

    κυρτή μύτη — орлиный нос;

    μιλάω με τη μύτ — говорить в нос;

    παστρεύω ( — или φυσώ) τη μύτη μου — сморкаться;

    η μύτη μου τρέχει αίμα — у меня идёт кровь из носа;

    2) клюв;
    3) хобот (насекомого); 4) морда, рыло (животного); 5) нюх, чутьё, обоняние;

    έχω γερή μύτη — иметь хорошее обоняние, чутьё, нюх;

    6) кончик, остриё (иглы и т. п.);
    7) нос (лодки и т. п.); носок (ботинка и т. п.);

    § χώνω παντού τη μύτη μου — всюду совать свой нос;

    τραβώ ( — или σέρνω) από τη μύτη — а) командовать (кем-л.), заставлять плясать под свою дудку (кого-л.); — б) водить за нос (кого-л.);

    σηκώνω τη μύτη ψηλά — или έχω (α)ψηλή μύτη — задирать нос;

    φέρνω μπροστά στη μύτη κάποιου — ткнуть носом кого-л. (во что-л.);

    δε βλέπω πέρ' από ( — или ως) τη μύτη μου — дальше своего носа не видеть;

    τρέχει ( — или στάζει) η μύτ μου — у меня насморк;

    μου βγήκε (ξυνό) από τη μύτη — мне дорого стоило это (удовольствие, радость и т. п.); — мне это вышло боком;

    δε μάτωσε ( — ила δε λύθηκε) μύτηобошлось без кровопролития (о драке);

    περπατώ στίς μύτες (των παπουτσιών) — ходить на цыпочках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύτη

См. также в других словарях:

  • επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • μέσο — και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον) 1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο τής πλατείας») 2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το… …   Dictionary of Greek

  • απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»